Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζοχός οι ζοχοί
      γενική του ζοχού των ζοχών
    αιτιατική τον ζοχό τους ζοχούς
     κλητική ζοχέ ζοχοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζοχός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζοχός / ζόχος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σόγχος, άγνωστης ετυμολογίας[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zoˈxos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζο‐χός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζοχός αρσενικό

  • (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού Σόγχος ο λαχανώδης (Sonchus oleraceus)
  • (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού Ουρόσπερμο το πικροειδές (Urospermum picroides)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζοχός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σόγχος, άγνωστης ετυμολογίας με ηχηροποίηση [s] > [z] από συμπροφορά με την αιτιατική του άρθρου «τὸν σόγχο» και μετακίνηση τόνου [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζοχός αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία