ζοχός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζοχός | οι | ζοχοί |
γενική | του | ζοχού | των | ζοχών |
αιτιατική | τον | ζοχό | τους | ζοχούς |
κλητική | ζοχέ | ζοχοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζοχός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζοχός / ζόχος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σόγχος, άγνωστης ετυμολογίας[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zoˈxos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζο‐χός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζοχός αρσενικό
- (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού Σόγχος ο λαχανώδης (Sonchus oleraceus)
- (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού Ουρόσπερμο το πικροειδές (Urospermum picroides)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζοχός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ζοχός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζοχός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σόγχος, άγνωστης ετυμολογίας με ηχηροποίηση [s] > [z] από συμπροφορά με την αιτιατική του άρθρου «τὸν σόγχο» και μετακίνηση τόνου [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζοχός αρσενικό
- (φυτό) άλλη μορφή του ζόχος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ζοχός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- ζοχός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)