ζόχος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ζόχος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σόγχος, άγνωστης ετυμολογίας με ηχηροποίηση [s] > [z] από συμπροφορά με την αιτιατική του άρθρου «τὸν σόγχο» [1]
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ζόχος αρσενικό
Άλλες μορφές Επεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ ζοχός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Πηγές Επεξεργασία
- ζόχος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)