Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ζόχος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σόγχος, άγνωστης ετυμολογίας με ηχηροποίηση [s] > [z] από συμπροφορά με την αιτιατική του άρθρου «τὸν σόγχο» [1]

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

ζόχος αρσενικό

Άλλες μορφές Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία

  Πηγές Επεξεργασία