σόγχος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σόγχος | οἱ | σόγχοι |
γενική | τοῦ | σόγχου | τῶν | σόγχων |
δοτική | τῷ | σόγχῳ | τοῖς | σόγχοις |
αιτιατική | τὸν | σόγχον | τοὺς | σόγχους |
κλητική ὦ! | σόγχε | σόγχοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σόγχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σόγχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σόγχος < άγνωστης ετυμολογίας [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ζόχος, ζοχός ⇒ νέα ελληνικά: ζοχός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σόγχος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή, φυτό) o ζοχός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- σόγχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.