ζουρλαμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζουρλαμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζουρλαίνω
Μετοχή
επεξεργασίαζουρλαμένος, -η, -ο
- που έχει ζουρλαθεί, που έχει χάσει τον έλεγχο μιας κατάστασης, δεν μπορεί να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του και να βάλει προτεραιότητες λόγω φόρτου εργασίας ή δίνει την εικόνα ενός ανθρώπου χωρίς προσανατολισμό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζουρλαμένος
|