ζουπιγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζουπιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζουπώ, ζουπίζω
Μετοχή επεξεργασία
ζουπιγμένος, -η, -ο
- που τον έχουν ζουπίσει
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζουπιγμένος
|
ζουπιγμένος, -η, -ο
|