Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζουμαρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ζουμαρισμέν
ος
η
ζουμαρισμέν
η
το
ζουμαρισμέν
ο
γενική
του
ζουμαρισμέν
ου
της
ζουμαρισμέν
ης
του
ζουμαρισμέν
ου
αιτιατική
τον
ζουμαρισμέν
ο
τη
ζουμαρισμέν
η
το
ζουμαρισμέν
ο
κλητική
ζουμαρισμέν
ε
ζουμαρισμέν
η
ζουμαρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ζουμαρισμέν
οι
οι
ζουμαρισμέν
ες
τα
ζουμαρισμέν
α
γενική
των
ζουμαρισμέν
ων
των
ζουμαρισμέν
ων
των
ζουμαρισμέν
ων
αιτιατική
τους
ζουμαρισμέν
ους
τις
ζουμαρισμέν
ες
τα
ζουμαρισμέν
α
κλητική
ζουμαρισμέν
οι
ζουμαρισμέν
ες
ζουμαρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ζουμαρισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ζουμάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζουμαρισμένος