Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζουμαρισμένος η ζουμαρισμένη το ζουμαρισμένο
      γενική του ζουμαρισμένου της ζουμαρισμένης του ζουμαρισμένου
    αιτιατική τον ζουμαρισμένο τη ζουμαρισμένη το ζουμαρισμένο
     κλητική ζουμαρισμένε ζουμαρισμένη ζουμαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζουμαρισμένοι οι ζουμαρισμένες τα ζουμαρισμένα
      γενική των ζουμαρισμένων των ζουμαρισμένων των ζουμαρισμένων
    αιτιατική τους ζουμαρισμένους τις ζουμαρισμένες τα ζουμαρισμένα
     κλητική ζουμαρισμένοι ζουμαρισμένες ζουμαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ζουμαρισμένος, -η, -ο





  Μεταφράσεις επεξεργασία