Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζουμάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
≈
συνώνυμα
:
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ζουμάρω
< ουσιαστικό
ζουμ
+ επίθημα
-άρω
Ρήμα
επεξεργασία
ζουμάρω
κάνω
ζουμ
, μεταβάλω το
οπτικό πεδίο
με τη χρήση ειδικού φακού, ώστε τα αντικείμενα της λήψης να φαίνονται πιο κοντά ή πιο μακριά
≈
συνώνυμα
:
επεξεργασία
εστιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζουμάρω
αγγλικά
:
zoom
(en)
,
zoom in
(en)
,
zoom out
(en)
,
blow up
(en)
,
blow something up
(en)
[1]
γαλλικά
:
zoomer
(fr)