Ετυμολογία

επεξεργασία
ζουμάρω < ουσιαστικό ζουμ + επίθημα -άρω

ζουμάρω

  • κάνω ζουμ, μεταβάλω το οπτικό πεδίο με τη χρήση ειδικού φακού, ώστε τα αντικείμενα της λήψης να φαίνονται πιο κοντά ή πιο μακριά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία