Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζουμ < αγγλική zoom

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζουμ ουδέτερο άκλιτο

  • (φωτογραφία, κινηματογράφος, βίντεο) φωτογραφικός ή κινηματογραφικός φακός που επιτρέπει την αυξομείωση του οπτικού πεδίου της λήψης
  • το αποτέλεσμα που έχει στην εικόνα η χρήση ενός τέτοιου φακού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία