zoom
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
zoom | zooms |
zoom (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | zoom |
γ΄ ενικό ενεστώτα | zooms |
αόριστος | zoomed |
παθητική μετοχή | zoomed |
ενεργητική μετοχή | zooming |
zoom (en)
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαzoom (fr)