Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
zoom zooms

zoom (en)

  1. σβούρισμα
  2. ζουμ
ενεστώτας zoom
γ΄ ενικό ενεστώτα zooms
αόριστος zoomed
παθητική μετοχή zoomed
ενεργητική μετοχή zooming

zoom (en)

  1. ζουμάρω
  2. (αμετάβατο, ανεπίσημο) ορμώ
    He was zooming through the crowd.
    Όρμησε μέσα από το πλήθος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη dart



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zum/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

zoom (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία