Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζουλιγμένος η ζουλιγμένη το ζουλιγμένο
      γενική του ζουλιγμένου της ζουλιγμένης του ζουλιγμένου
    αιτιατική τον ζουλιγμένο τη ζουλιγμένη το ζουλιγμένο
     κλητική ζουλιγμένε ζουλιγμένη ζουλιγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζουλιγμένοι οι ζουλιγμένες τα ζουλιγμένα
      γενική των ζουλιγμένων των ζουλιγμένων των ζουλιγμένων
    αιτιατική τους ζουλιγμένους τις ζουλιγμένες τα ζουλιγμένα
     κλητική ζουλιγμένοι ζουλιγμένες ζουλιγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζουλιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζουλώ

  Μετοχή επεξεργασία

ζουλιγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία