↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζορισμένος η ζορισμένη το ζορισμένο
      γενική του ζορισμένου της ζορισμένης του ζορισμένου
    αιτιατική τον ζορισμένο τη ζορισμένη το ζορισμένο
     κλητική ζορισμένε ζορισμένη ζορισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζορισμένοι οι ζορισμένες τα ζορισμένα
      γενική των ζορισμένων των ζορισμένων των ζορισμένων
    αιτιατική τους ζορισμένους τις ζορισμένες τα ζορισμένα
     κλητική ζορισμένοι ζορισμένες ζορισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζορισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζορίζω, ζορίζομαι

ζορισμένος, -η, -ο

  • που συναντά δυσκολίες, συνήθως στον οικονομικό ή τον επαγγελματικό τομέα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία