• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ζορισμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική ζορισμένος ζορισμένη ζορισμένο
γενική ζορισμένου ζορισμένης ζορισμένου
αιτιατική ζορισμένο ζορισμένη ζορισμένο
κλητική ζορισμένε ζορισμένη ζορισμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ζορισμένοι ζορισμένες ζορισμένα
γενική ζορισμένων ζορισμένων ζορισμένων
αιτιατική ζορισμένους ζορισμένες ζορισμένα
κλητική ζορισμένοι ζορισμένες ζορισμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ζορισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ζορίζω, ζορίζομαι

  ΜετοχήΕπεξεργασία

ζορισμένος, -η, -ο

  • που συναντά δυσκολίες, συνήθως στον οικονομικό ή τον επαγγελματικό τομέα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ζορισμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ζορισμένος&oldid=4724582"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Αυγούστου 2020, στις 09:51

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Αυγούστου 2020, στις 09:51.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie