ζορισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζορισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζορίζω, ζορίζομαι
Μετοχή επεξεργασία
ζορισμένος, -η, -ο
- που συναντά δυσκολίες, συνήθως στον οικονομικό ή τον επαγγελματικό τομέα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζορισμένος
|