ζορζέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζορζέτα | οι | ζορζέτες |
γενική | της | ζορζέτας | — | |
αιτιατική | τη | ζορζέτα | τις | ζορζέτες |
κλητική | ζορζέτα | ζορζέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζορζέτα < (λόγιο δάνειο) αγγλική Georgette (σήμα κατατεθέν) + -a < γαλλική crêpe Georgette (ορθογραφικό δάνειο προς τα αγγλικά)[1] < Georgette de la Plante (γαλλίδα μοδίστρα του 20ού αιώνα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζορζέτα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Γεώργιος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Georgette (fabric) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζορζέτα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ζορζέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ή από βισκόζη ή λεπτό πολυεστέρα