Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αραχνοΰφαντος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αραχνοΰφαντ
ος
η
αραχνοΰφαντ
η
το
αραχνοΰφαντ
ο
γενική
του
αραχνοΰφαντ
ου
της
αραχνοΰφαντ
ης
του
αραχνοΰφαντ
ου
αιτιατική
τον
αραχνοΰφαντ
ο
την
αραχνοΰφαντ
η
το
αραχνοΰφαντ
ο
κλητική
αραχνοΰφαντ
ε
αραχνοΰφαντ
η
αραχνοΰφαντ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αραχνοΰφαντ
οι
οι
αραχνοΰφαντ
ες
τα
αραχνοΰφαντ
α
γενική
των
αραχνοΰφαντ
ων
των
αραχνοΰφαντ
ων
των
αραχνοΰφαντ
ων
αιτιατική
τους
αραχνοΰφαντ
ους
τις
αραχνοΰφαντ
ες
τα
αραχνοΰφαντ
α
κλητική
αραχνοΰφαντ
οι
αραχνοΰφαντ
ες
αραχνοΰφαντ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αραχνοΰφαντος
<
αράχνη
+
υφαίνω
+ κατάληξη ρηματικών επιθέτων
-τος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.ɾa.xnoˈi.fan.dos
/
Επίθετο
επεξεργασία
αραχνοΰφαντος, -η, -ο
υφασμένος
με πολύ λεπτό
νήμα
αραχνοΰφαντο
πέπλο
αραχνοΰφαντος
ιστός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αραχνοΰφαντος
αγγλικά
:
flimsy
(en)