ζευγαρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζευγαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζευγαρίζω
Μετοχή επεξεργασία
ζευγαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ζευγαρίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζευγαρισμένος
|
ζευγαρισμένος, -η, -ο
|