ζαχαρόπαστα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζαχαρόπαστα < ζάχαρη + -ο- + πάστα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sugar paste / sugarpaste[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζαχαρόπαστα θηλυκό
- (γαστρονομία) μείγμα επικάλυψης γλυκών, με ζάχαρη, ζελατίνη και άλλα υλικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζαχαρόπαστα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ζαχαρόπαστα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)