↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαχαρικός η ζαχαρική το ζαχαρικό
      γενική του ζαχαρικού της ζαχαρικής του ζαχαρικού
    αιτιατική τον ζαχαρικό τη ζαχαρική το ζαχαρικό
     κλητική ζαχαρικέ ζαχαρική ζαχαρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαχαρικοί οι ζαχαρικές τα ζαχαρικά
      γενική των ζαχαρικών των ζαχαρικών των ζαχαρικών
    αιτιατική τους ζαχαρικούς τις ζαχαρικές τα ζαχαρικά
     κλητική ζαχαρικοί ζαχαρικές ζαχαρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαχαρικός < ζάχαρη + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ζαχαρικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ζαχαρικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία