Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαχαριασμένος η ζαχαριασμένη το ζαχαριασμένο
      γενική του ζαχαριασμένου της ζαχαριασμένης του ζαχαριασμένου
    αιτιατική τον ζαχαριασμένο τη ζαχαριασμένη το ζαχαριασμένο
     κλητική ζαχαριασμένε ζαχαριασμένη ζαχαριασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαχαριασμένοι οι ζαχαριασμένες τα ζαχαριασμένα
      γενική των ζαχαριασμένων των ζαχαριασμένων των ζαχαριασμένων
    αιτιατική τους ζαχαριασμένους τις ζαχαριασμένες τα ζαχαριασμένα
     κλητική ζαχαριασμένοι ζαχαριασμένες ζαχαριασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ζαχαριασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία