ζαχαριασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαζαχαριασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ζαχαριασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ζαχαριασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ζαχαριασμένος