Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζατρικοειδής η ζατρικοειδής το ζατρικοειδές
      γενική του ζατρικοειδούς* της ζατρικοειδούς του ζατρικοειδούς
    αιτιατική τον ζατρικοειδή τη ζατρικοειδή το ζατρικοειδές
     κλητική ζατρικοειδή(ς) ζατρικοειδής ζατρικοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζατρικοειδείς οι ζατρικοειδείς τα ζατρικοειδή
      γενική των ζατρικοειδών των ζατρικοειδών των ζατρικοειδών
    αιτιατική τους ζατρικοειδείς τις ζατρικοειδείς τα ζατρικοειδή
     κλητική ζατρικοειδείς ζατρικοειδείς ζατρικοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζατρικοειδής < ζατρίκ(ιο) + -ο- + -ειδής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /za.tɾi.ko.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζα‐τρι‐κο‐ει‐δής

  Επίθετο επεξεργασία

ζατρικοειδής, -ής, -ές

  • (σπάνιο) που έχει τη μορφή ζατρικίου, σκακιέρας
    ※  ζατρικοειδής διακόσμηση, η. Διακόσμηση κατά την οποία σκουρόχρωμα τετράγωνα πλακίδια εναλλάσσονται με ανοιχτόχρωμα.
    Γλωσσάριο, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
    ※  Ιδιαιτέρως εξετάζονται τα σπήλαια με ενδείξεις ανθρώπινης διαβίωσης και ενίοτε εντυπωσιακές βραχογραφίες, ιδίως πλοίου του τέλους της Παλαιολιθικής ή της Μεσολιθικής Εποχής, αλλά και ζατρικοειδείς παραστάσεις ρυθμικά εναλλασσόμενων άχροων και ερυθρών τετραγώνων ενός είδους γνωστού από αξιόλογα κέντρα του Νεολιθικού πολιτισμού, ενώ ιδιαίτερη προσοχή αποδίδεται σε διάφορες ομάδες λίθινων εργαλείων.
    Κορρές, Μανόλης (5 Ιανουαρίου 2008), Η Ίμβρος αποκαλύπτεται, Το Βήμα
    ※  Ιδιαίτερα χαρακτηριστική όμως είναι μια ζατρικοειδής ζωφόρος (σημ. 32), ύψους 0,55 μ., η οποία περιτρέχει τις πλάγιες μακρές πλευρές του κυρίως ναού, καθώς και το νότιο ήμισυ της ανατολικής πλευράς.
    ※  Ζήδρου, Κωνσταντίνα (17 Μαρτίου 2014), Κόκκινη Εκκλησιά Βουργαρελίου, archaiologia.gr

  Μεταφράσεις επεξεργασία