ζαμπούνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζαμπούνης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική زبون (zebun) (τουρκική zabun ιδιωματικό zebun) / zebûn (αδύναμος, αβοήθητος) < περσική زبون (zabūn) (αδύναμος, αβοήθητος). Δείτε και όψιμη μεσαιωνική ή πρώιμη νεοελληνική ζαμπούνης (άρρωστος).
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζαμπούνης αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- Ζαμπούνης (επώνυμο)
- ζαμπούνικος
σε διαλέκτους ή ιδιώματα, όπως κρητικά:
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζαμπούνης
|
Πηγές
επεξεργασία- Καραποτόσογλου Κώστας, Ετυμολογικό γλωσσάρι στο έργο του Παπαδιαμάντη, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1988, σελ. 34, λήμμα: ζαμπούνης.
- σελ. 131 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi
- ζομπονιάρης/τζομπονιάρης, ζομπονιασμένος - Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζαμπούνης (όψιμη μεσαιωνική/πρώιμη νεοελληνική) < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική زبون (zebun) < περσική زبون (zabūn) (αδύναμος, αβοήθητος).
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζαμπούνης αρσενικό (θηλυκό ζαμπούνισσα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σελ. 131 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi