Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζομπονιασμένος η ζομπονιασμένη το ζομπονιασμένο
      γενική του ζομπονιασμένου της ζομπονιασμένης του ζομπονιασμένου
    αιτιατική τον ζομπονιασμένο τη ζομπονιασμένη το ζομπονιασμένο
     κλητική ζομπονιασμένε ζομπονιασμένη ζομπονιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζομπονιασμένοι οι ζομπονιασμένες τα ζομπονιασμένα
      γενική των ζομπονιασμένων των ζομπονιασμένων των ζομπονιασμένων
    αιτιατική τους ζομπονιασμένους τις ζομπονιασμένες τα ζομπονιασμένα
     κλητική ζομπονιασμένοι ζομπονιασμένες ζομπονιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζομπονιασμένος < ζομπονιάζω < ζαμπουνιάζω < ζαμπούνης

  Επίθετο επεξεργασία

ζομπονιασμένος

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις ζαμπούνης και ζομπονιάρης

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014