زبون
Ετυμολογία
επεξεργασία- زبون < (άμεσο δάνειο) περσική زبون (zabūn, στη σημασία αβοήθητος)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε στην περσική زبون
Επίθετο
επεξεργασίαزبون (zebun)
Πηγές
επεξεργασία- σελ. 1004 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
Περσικά (fa)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαزبون (fa) (zebun)
Απόγονοι
επεξεργασίαزبون (περσικά)
- ↷ οθωμανικά τουρκικά: زبون (zebun)
- ⇒ τουρκικά: zabun, ιδιωματικό zebun
- ↷ νέα ελληνικά: ζαμπούνης