Δείτε επίσης: Ζαγανιάρης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαγανιάρης η ζαγανιάρα το ζαγανιάρικο
      γενική του ζαγανιάρη της ζαγανιάρας του ζαγανιάρικου
    αιτιατική τον ζαγανιάρη τη ζαγανιάρα το ζαγανιάρικο
     κλητική ζαγανιάρη ζαγανιάρα ζαγανιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαγανιάρηδες οι ζαγανιάρες τα ζαγανιάρικα
      γενική των ζαγανιάρηδων των ζαγανιάρικων
    αιτιατική τους ζαγανιάρηδες τις ζαγανιάρες τα ζαγανιάρικα
     κλητική ζαγανιάρηδες ζαγανιάρες ζαγανιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαγανιάρης < ζαγαν(άς) + -ιάρης

  Επίθετο επεξεργασία

ζαγανιάρης, -α, -ικο

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.