ζαβαλίδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζαβαλίδικο (αρσενικό ο ζαβαλής και θηλυκό ζαβαλού)
(ιδιωματικό) ο ταλαίπωρος , ο δυστυχής, ο φουκαράς, ο κακομοίρης, ο φτωχός, ο αξιολύπητος (λέξη που ακούγεται πια μόνον στους κύκλους των Κωνσταντινουπολιτών Ελλήνων) → δείτε τη λέξη ζαβαλής