ζαβαλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζαβαλής < ζάβαλης με μετακίνηση τόνου κατά τα ουσιαστικά σε -λής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /za.vaˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐βα‐λής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζαβαλής αρσενικό (θηλυκό ζαβαλού)
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) μορφή του ζάβαλης (με θηλυκό: ζαβάλισσα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζαβαλής
→ δείτε τις λέξεις ζάβαλης και αξιολύπητος |
Πηγές
επεξεργασία- → δείτε ζάβαλης#Πηγές