ζαβαλού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /za.vaˈlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐βα‐λού
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζαβαλού θηλυκό
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) θηλυκό του ζαβαλής
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ζάβαλης
ζαβαλού
→ δείτε τη λέξη ταλαίπωρος |
Πηγές
επεξεργασία- ζαβαλού και λέξεις με ζαβαλ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)