Δείτε επίσης: εύσωμος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὔσωμος τὸ εὔσωμον
      γενική τοῦ/τῆς εὐσώμου τοῦ εὐσώμου
      δοτική τῷ/τῇ εὐσώμ τῷ εὐσώμ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὔσωμον τὸ εὔσωμον
     κλητική ! εὔσωμε εὔσωμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὔσωμοι τὰ εὔσωμ
      γενική τῶν εὐσώμων τῶν εὐσώμων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐσώμοις τοῖς εὐσώμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐσώμους τὰ εὔσωμ
     κλητική ! εὔσωμοι εὔσωμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐσώμω τὼ εὐσώμω
      γεν-δοτ τοῖν εὐσώμοιν τοῖν εὐσώμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὔσωμος (ελληνιστική κοινή) < εὖ + σῶμα, μορφολογικά αναλύεται εὔ- + -σωμος

  Επίθετο

επεξεργασία

εὔσωμος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία