ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὐρυχαδής τὸ εὐρυχαδές
      γενική τοῦ/τῆς εὐρυχαδοῦς τοῦ εὐρυχαδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ εὐρυχαδεῖ τῷ εὐρυχαδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐρυχαδ τὸ εὐρυχαδές
     κλητική ! εὐρυχαδές εὐρυχαδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐρυχαδεῖς τὰ εὐρυχαδ
      γενική τῶν εὐρυχαδῶν τῶν εὐρυχαδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐρυχαδέσ(ν) τοῖς εὐρυχαδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐρυχαδεῖς τὰ εὐρυχαδ
     κλητική ! εὐρυχαδεῖς εὐρυχαδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐρυχαδεῖ τὼ εὐρυχαδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν εὐρυχαδοῖν τοῖν εὐρυχαδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐρυχαδής (ελληνιστική κοινή) < εὐρυ- + χανδάνω

  Επίθετο

επεξεργασία

εὐρυχαδής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)

  • (για ποτήρια) πλατύστομος
    ※  3ος πκε αιώνας, Λεωνίδας ο Ταραντίνος στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 6ο, επίγραμμα 305, @poesialatina.it, @anthologiagraeca.org
    Λαβροσύνᾳ τάδε δῶρα φιλευχύλῳ τε Λαφυγμῷ
    θήκατο δεισόζου Δωριέος κεφαλά,
    τὼς Λαρισαίως κυτογάστορας ἑψητῆρας
    καὶ χύτρως καὶ τὰν εὐρυχαδῆ κύλικα
    καὶ τὰν εὐχάλκωτον ἐύγναμπτόν τε κρεάγραν
    καὶ κνῆστιν καὶ τὰν ἐτνοδόνον τορύναν.
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, 46, 7 Λεξιφάνης @wikisource
    Ποτήρια δὲ ἔκειτο παντοῖα ἐπὶ τῆς δελφίδος τραπέζης, ὁ κρυψιμέτωπος καὶ τρυήλης Μεντορουργὴς εὐλαβῆ ἔχων τὴν κέρκον καὶ βομβυλιὸς καὶ δειροκύπελλον καὶ γηγενῆ πολλὰ οἷα Θηρικλῆς ὤπτα, εὐρυχαδῆ τε καὶ ἄλλα εὔστομα, τὰ μὲν Φωκαῆθεν, τὰ δὲ Κνιδόθεν, πάντα μέντοι ἀνεμοφόρητα καὶ ὑμενόστρακα.