Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ εἰσπρακτορεῖον τὰ εἰσπρακτορεῖα
      γενική τοῦ εἰσπρακτορείου τῶν εἰσπρακτορείων
      δοτική τῷ εἰσπρακτορεί τοῖς εἰσπρακτορείοις
    αιτιατική τὸ εἰσπρακτορεῖον τὰ εἰσπρακτορεῖα
     κλητική ! εἰσπρακτορεῖον εἰσπρακτορεῖα
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εἰσπρακτορεῖον < εἰσπράκτωρ, εἰσπράκτορ- + -εῖον < → δείτε 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εἰσπρακτορεῖον ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία