↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εωθινός η εωθινή το εωθινό
      γενική του εωθινού της εωθινής του εωθινού
    αιτιατική τον εωθινό την εωθινή το εωθινό
     κλητική εωθινέ εωθινή εωθινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εωθινοί οι εωθινές τα εωθινά
      γενική των εωθινών των εωθινών των εωθινών
    αιτιατική τους εωθινούς τις εωθινές τα εωθινά
     κλητική εωθινοί εωθινές εωθινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εωθινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐωθινός[1] < ἕως / ἠώς (αυγή)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.o.θiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ω‐θι‐νός

  Επίθετο

επεξεργασία

εωθινός, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία