εωθινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εωθινός | η | εωθινή | το | εωθινό |
γενική | του | εωθινού | της | εωθινής | του | εωθινού |
αιτιατική | τον | εωθινό | την | εωθινή | το | εωθινό |
κλητική | εωθινέ | εωθινή | εωθινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εωθινοί | οι | εωθινές | τα | εωθινά |
γενική | των | εωθινών | των | εωθινών | των | εωθινών |
αιτιατική | τους | εωθινούς | τις | εωθινές | τα | εωθινά |
κλητική | εωθινοί | εωθινές | εωθινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εωθινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐωθινός[1] < ἕως / ἠώς (αυγή)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.o.θiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ω‐θι‐νός
Επίθετο
επεξεργασίαεωθινός, -η, -ο
- πρωινός
- ※ ἀντὶ δὲ τοῦ ᾄσματος τῶν χελιδόνων καὶ τῶν κούκων τῆς ἀνοίξεως, τὸ ἑωθινὸν κελάδημα τῶν σαλεπτσήδων τοῦ φθινοπώρου, καὶ τῶν κούκων τῆς Βουλῆς. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ εωθινός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας