εωθινό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εωθινό | τα | εωθινά |
γενική | του | εωθινού | των | εωθινών |
αιτιατική | το | εωθινό | τα | εωθινά |
κλητική | εωθινό | εωθινά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εωθινό < εωθινός
Ουσιαστικό επεξεργασία
εωθινό ουδέτερο και εωθινόν.
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εωθινό