Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εωθινό τα εωθινά
      γενική του εωθινού των εωθινών
    αιτιατική το εωθινό τα εωθινά
     κλητική εωθινό εωθινά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εωθινό < εωθινός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εωθινό ουδέτερο και εωθινόν.

  1. ορθρινό, τροπάριο του όρθρου
  2. (στο στρατό) εγερτήριο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εωθινό