Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφτάψυχος η εφτάψυχη το εφτάψυχο
      γενική του εφτάψυχου της εφτάψυχης του εφτάψυχου
    αιτιατική τον εφτάψυχο την εφτάψυχη το εφτάψυχο
     κλητική εφτάψυχε εφτάψυχη εφτάψυχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφτάψυχοι οι εφτάψυχες τα εφτάψυχα
      γενική των εφτάψυχων των εφτάψυχων των εφτάψυχων
    αιτιατική τους εφτάψυχους τις εφτάψυχες τα εφτάψυχα
     κλητική εφτάψυχοι εφτάψυχες εφτάψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εφτάψυχος < εφτά- + -ψυχος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈfta.psi.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐φτά‐ψυ‐χος}}

  Επίθετο επεξεργασία

εφτάψυχος, -η, -ο

  1. (για ανθρώπους, ζώα) που γλιτώνει συνεχώς από κινδύνους, αρρώστιες, κακουχίες, σα να είχε εφτά ζωές, εφτά ψυχές
    Λένε πως οι γάτες είναι εφτάψυχες, αφού, όσες φορές και να πέσουν από μεγάλο ύψος, δεν παθαίνουν τίποτα.
  2. (για πράγματα) που δε χαλάει εύκολα

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία