εφτάψυχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈfta.psi.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φτά‐ψυ‐χος}}
Επίθετο επεξεργασία
εφτάψυχος, -η, -ο
- (για ανθρώπους, ζώα) που γλιτώνει συνεχώς από κινδύνους, αρρώστιες, κακουχίες, σα να είχε εφτά ζωές, εφτά ψυχές
- Λένε πως οι γάτες είναι εφτάψυχες, αφού, όσες φορές και να πέσουν από μεγάλο ύψος, δεν παθαίνουν τίποτα.
- (για πράγματα) που δε χαλάει εύκολα
Εκφράσεις επεξεργασία
- εφτάψυχος σα γάτα
Μεταφράσεις επεξεργασία
εφτάψυχος
|
Πηγές επεξεργασία
- εφτάψυχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας