Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευόφθαλμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
εὐόφθαλμος
,
εξόφθαλμος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ευόφθαλμ
ος
η
ευόφθαλμ
η
το
ευόφθαλμ
ο
γενική
του
ευόφθαλμ
ου
της
ευόφθαλμ
ης
του
ευόφθαλμ
ου
αιτιατική
τον
ευόφθαλμ
ο
την
ευόφθαλμ
η
το
ευόφθαλμ
ο
κλητική
ευόφθαλμ
ε
ευόφθαλμ
η
ευόφθαλμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ευόφθαλμ
οι
οι
ευόφθαλμ
ες
τα
ευόφθαλμ
α
γενική
των
ευόφθαλμ
ων
των
ευόφθαλμ
ων
των
ευόφθαλμ
ων
αιτιατική
τους
ευόφθαλμ
ους
τις
ευόφθαλμ
ες
τα
ευόφθαλμ
α
κλητική
ευόφθαλμ
οι
ευόφθαλμ
ες
ευόφθαλμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευόφθαλμος
<
αρχαία ελληνική
εὐόφθαλμος
Επίθετο
επεξεργασία
ευόφθαλμος
(
λόγιο
) που έχει
ωραία
μάτια
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ευ
και
οφθαλμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευόφθαλμος
αρχαία ελληνική
:
εὐόφθαλμος