ευσύνοπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευσύνοπτος < αρχαία ελληνική εὐσύνοπτος
Επίθετο
επεξεργασίαευσύνοπτος, -η, -ο
- που εύκολα συνοψίζεται, που αναδεικνύει την ουσία, την κεντρική ιδέα (για προφορικό ή γραπτό λόγο)
- συνοπτικός, περιληπτικός
- Την παρακάλεσα να μου τα πει με πιο ευσύνοπτο τρόπο, αλλά αυτή δεν με άκουγε, συνεχίζοντας να μου μιλάει ακατάπαυστα.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευσύνοπτος
|