↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευσύνοπτος η ευσύνοπτη το ευσύνοπτο
      γενική του ευσύνοπτου της ευσύνοπτης του ευσύνοπτου
    αιτιατική τον ευσύνοπτο την ευσύνοπτη το ευσύνοπτο
     κλητική ευσύνοπτε ευσύνοπτη ευσύνοπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευσύνοπτοι οι ευσύνοπτες τα ευσύνοπτα
      γενική των ευσύνοπτων των ευσύνοπτων των ευσύνοπτων
    αιτιατική τους ευσύνοπτους τις ευσύνοπτες τα ευσύνοπτα
     κλητική ευσύνοπτοι ευσύνοπτες ευσύνοπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευσύνοπτος < αρχαία ελληνική εὐσύνοπτος

  Επίθετο

επεξεργασία

ευσύνοπτος, -η, -ο

Την παρακάλεσα να μου τα πει με πιο ευσύνοπτο τρόπο, αλλά αυτή δεν με άκουγε, συνεχίζοντας να μου μιλάει ακατάπαυστα.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία