Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευσύνοπτα < ευσύνοπτος +

  Επίρρημα επεξεργασία

ευσύνοπτα

  Μεταφράσεις επεξεργασία