ευστατισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευστατισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική eustatism < eustatic < γερμανική eustatische < αρχαία ελληνική εὖ + στάσις < ἵστημι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευστατισμός αρσενικό
Υπώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευστατισμός
|