Δείτε επίσης: επίκληση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίκλυση οι επικλύσεις
      γενική της επίκλυσης* των επικλύσεων
    αιτιατική την επίκλυση τις επικλύσεις
     κλητική επίκλυση επικλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικλύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επίκλυση < αρχαία ελληνική ἐπίκλυσις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈpi.kli.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επίκλυση θηλυκό

οι συνεχείς επικλύσεις του ποταμού κατέστρεψαν τη φετινή παραγωγή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία