↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευρυμένος η ευρυμένη το ευρυμένο
      γενική του ευρυμένου της ευρυμένης του ευρυμένου
    αιτιατική τον ευρυμένο την ευρυμένη το ευρυμένο
     κλητική ευρυμένε ευρυμένη ευρυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευρυμένοι οι ευρυμένες τα ευρυμένα
      γενική των ευρυμένων των ευρυμένων των ευρυμένων
    αιτιατική τους ευρυμένους τις ευρυμένες τα ευρυμένα
     κλητική ευρυμένοι ευρυμένες ευρυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευρυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ευρύνω

ευρυμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ευρύνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία