↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευπροσόρμιστος η ευπροσόρμιστη το ευπροσόρμιστο
      γενική του ευπροσόρμιστου της ευπροσόρμιστης του ευπροσόρμιστου
    αιτιατική τον ευπροσόρμιστο την ευπροσόρμιστη το ευπροσόρμιστο
     κλητική ευπροσόρμιστε ευπροσόρμιστη ευπροσόρμιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευπροσόρμιστοι οι ευπροσόρμιστες τα ευπροσόρμιστα
      γενική των ευπροσόρμιστων των ευπροσόρμιστων των ευπροσόρμιστων
    αιτιατική τους ευπροσόρμιστους τις ευπροσόρμιστες τα ευπροσόρμιστα
     κλητική ευπροσόρμιστοι ευπροσόρμιστες ευπροσόρμιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευπροσόρμιστος < ευ- + προσορμίζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ευπροσόρμιστος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ευπροσόρμιστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)