ευνήκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ευνήκτης | οι | ευνήκτες |
γενική | του | ευνήκτη | των | ευνηκτών |
αιτιατική | τον | ευνήκτη | τους | ευνήκτες |
κλητική | ευνήκτη | ευνήκτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευνήκτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευνήκτης αρσενικό