ευνήκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ευνήκτης | οι | ευνήκτες |
γενική | του | ευνήκτη | των | ευνηκτών |
αιτιατική | τον | ευνήκτη | τους | ευνήκτες |
κλητική | ευνήκτη | ευνήκτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαευνήκτης αρσενικό
- (φίδι) γένος φιδιών Eunectes, ονομασία που αναφέρεται στα φίδια γνωστά ως ανακόντα(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)