ευκολότερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαχωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευκολότερος | η | ευκολότερη | το | ευκολότερο |
γενική | του | ευκολότερου | της | ευκολότερης | του | ευκολότερου |
αιτιατική | τον | ευκολότερο | την | ευκολότερη | το | ευκολότερο |
κλητική | ευκολότερε | ευκολότερη | ευκολότερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευκολότεροι | οι | ευκολότερες | τα | ευκολότερα |
γενική | των | ευκολότερων | των | ευκολότερων | των | ευκολότερων |
αιτιατική | τους | ευκολότερους | τις | ευκολότερες | τα | ευκολότερα |
κλητική | ευκολότεροι | ευκολότερες | ευκολότερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευκολότερος < εύκολ(ος) + -ότερος. Δείτε και το αρχαίο εὐκολώτερος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ef.koˈlo.te.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐κο‐λό‐τε‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαευκολότερος, -η, ο
- συγκριτικός βαθμός του εύκολος, πιο εύκολος
- ⮡ Τελικά το διαγώνισμα ήταν ευκολότερο απ' ό,τι περίμενα.
Παράγωγα
επεξεργασία- ευκολότερα (επίρρημα)