↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκολοκυβέρνητος η ευκολοκυβέρνητη το ευκολοκυβέρνητο
      γενική του ευκολοκυβέρνητου της ευκολοκυβέρνητης του ευκολοκυβέρνητου
    αιτιατική τον ευκολοκυβέρνητο την ευκολοκυβέρνητη το ευκολοκυβέρνητο
     κλητική ευκολοκυβέρνητε ευκολοκυβέρνητη ευκολοκυβέρνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκολοκυβέρνητοι οι ευκολοκυβέρνητες τα ευκολοκυβέρνητα
      γενική των ευκολοκυβέρνητων των ευκολοκυβέρνητων των ευκολοκυβέρνητων
    αιτιατική τους ευκολοκυβέρνητους τις ευκολοκυβέρνητες τα ευκολοκυβέρνητα
     κλητική ευκολοκυβέρνητοι ευκολοκυβέρνητες ευκολοκυβέρνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευκολοκυβέρνητος < ευκολο- + κυβερνώ + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ευκολοκυβέρνητος

  1. που κυβερνιέται εύκολα
  2. ευμεταχείριστος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία