Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευκατάληπτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ευκατάληπτ
ος
η
ευκατάληπτ
η
το
ευκατάληπτ
ο
γενική
του
ευκατάληπτ
ου
της
ευκατάληπτ
ης
του
ευκατάληπτ
ου
αιτιατική
τον
ευκατάληπτ
ο
την
ευκατάληπτ
η
το
ευκατάληπτ
ο
κλητική
ευκατάληπτ
ε
ευκατάληπτ
η
ευκατάληπτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ευκατάληπτ
οι
οι
ευκατάληπτ
ες
τα
ευκατάληπτ
α
γενική
των
ευκατάληπτ
ων
των
ευκατάληπτ
ων
των
ευκατάληπτ
ων
αιτιατική
τους
ευκατάληπτ
ους
τις
ευκατάληπτ
ες
τα
ευκατάληπτ
α
κλητική
ευκατάληπτ
οι
ευκατάληπτ
ες
ευκατάληπτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευκατάληπτος
<
ευ
+
καταληπτός
Επίθετο
επεξεργασία
ευκατάληπτος, -η, -ο
ευκολονόητος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακατάληπτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευκατάληπτος
αγγλικά
:
understandable
(en)