ευετηρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευετηρία < αρχαία ελληνική εὐετηρία < εὖ + ἔτος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευετηρία θηλυκό
- (λόγιο) η καλή χρονιά, η εύφορη, κατά την οποία έχει παραχθεί πλούσια σοδειά
Συγγενικά επεξεργασία
- ευετηριακός
- → δείτε τις λέξεις εὖ και έτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευετηρία
|