ευδία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευδία | οι | ευδίες |
γενική | της | ευδίας | των | ευδιών |
αιτιατική | την | ευδία | τις | ευδίες |
κλητική | ευδία | ευδίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευδία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐδία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈvði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐δί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευδία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευδία
|