Δείτε επίσης: ευδία, εύδιος, Εὐδία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐδία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εὐδία, -ας θηλυκό

  1. αίθριος καιρός, καλοκαιρία
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 5. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 11 (5.11-5.12)
    εὐδίαν ὃς μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεάν | καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν.
    αυτός, μετά την καταιγίδα τη χειμερινή, καλοκαιριά | στη στέγη σου την ευλογημένη απλώνει.
    Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 6, 2.29
    πολλάκις δέ, εἰ εὐδία εἴη, εὐθὺς δειπνήσας ἀνήγετο·
    Πολλές φορές ωστόσο, όταν ήταν καλοκαιρία, ξεκινούσε αμέσως μετά το δείπνο:
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
    ※  4oς πκε αιώνας Αριστοτέλης, Μετεωρολογικά, 1.10, p. 23 - @scaife.perseus
    ὁ μὲν γὰρ νότος εὐδίαν ποιεῖ, ὁ δὲ βορέας χειμῶνα·
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ηθικά, Βασιλέων αποφθέγματα και στρατηγών, 39.13 @scaife.perseus
    καὶ ταῖς πλατάνοις ἀπείκαζεν αὑτόν, αἷς ὑποτρέχουσι χειμαζόμενοι, γενομένης δὲ εὐδίας τίλλουσι παρερχόμενοι καὶ κολούουσι.
  2. (μεταφορικά) γαλήνη, ησυχία, ηρεμία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία