εύδιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εύδιος < ευδία < αρχαία ελληνική εὐδία <εὖ επίρ. + δίος= θείος, ουράνιος, γαλήνιος
Επίθετο επεξεργασία
εύδιος, -ία, -ιο
Αντώνυμα
εκφράσεις επεξεργασία
- Ήν γαρ τούτο υπάρξη εύδια πάντα και πλους ούριος και λειοκύμων ή θάλαττα και πλησίον ο λιμήν. Λουκιανός, «Σκύθης ή Πρόξενος».
Μεταφράσεις επεξεργασία
εύδιος
|