ευάρεστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευάρεστος < ελληνιστική κοινή εὐάρεστος < αρχαία ελληνική εὖ + ἀρέσκω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈva.ɾe.stos/
Επίθετο
επεξεργασίαευάρεστος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευάρεστος
|