Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὐάρεστος τὸ εὐάρεστον οἱ, αἱ εὐάρεστοι τὰ εὐάρεστα
Γενική τοῦ, τῆς εὐαρέστου τοῦ εὐαρέστου τῶν εὐαρέστων τῶν εὐαρέστων
Δοτική τῷ, τῇ εὐαρέστῳ τῷ εὐαρέστῳ τοῖς, ταῖς εὐαρέστοις τοῖς εὐαρέστοις
Αιτιατική τὸν, τὴν εὐάρεστον τὸ εὐάρεστον τοὺς, τὰς εὐαρέστους τὰ εὐάρεστα
Κλητική εὐάρεστε εὐάρεστον εὐάρεστοι εὐάρεστα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐαρέστω
Γενική-Δοτική εὐαρέστοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐάρεστος < εὖ + ἀρέσκω

  Επίθετο

επεξεργασία

εὐάρεστος, -η, -ο (ελληνιστική κοινή)

  1. ευάρεστος, ευχάριστος
  2. ευπρόσδεκτος

Συνώνυμα

επεξεργασία