εὔχαρις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
εὐχαρῐτ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | εὔχαρῐς | τὸ | εὔχαρῐ | ||
γενική | τοῦ/τῆς | εὐχάρῐτος | τοῦ | εὐχάρῐτος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | εὐχάρῐτῐ | τῷ | εὐχάρῐτῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | εὔχαριν | τὸ | εὔχαρῐ | ||
κλητική ὦ! | εὔχαρῐς | εὔχαρῐ | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | εὐχάρῐτες | τὰ | εὐχάρῐτᾰ | ||
γενική | τῶν | εὐχαρῐ́των | τῶν | εὐχαρῐ́των | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐχάρῐσῐ(ν) | τοῖς | εὐχάρῐσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐχάρῐτᾰς | τὰ | εὐχάρῐτᾰ | ||
κλητική ὦ! | εὐχάρῐτες | εὐχάριτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐχάρῐτε | τὼ | εὐχάρῐτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐχαρῐ́τοιν | τοῖν | εὐχαρῐ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'εὔχαρις' όπως «εὔχαρις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεὔχαρις, -ις, -ι
- χαριτωμένος, γεμάτος χάρες
- ευγενικός
Πηγές
επεξεργασία- εὔχαρις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὔχαρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.